(tripp, trippen, tripper
trippar)
kort nöjesresa
σύντομο ταξίδι αναψυχής
("μεταφορικά καθημερινό "βρίσκομαι υπό την επήρεια ναρκωτικών"")
(εκδρομή)
Sammansättningar
- semestertripp — σύντομο ταξίδι διακοπών