(aptit, aptiten, aptitligt)
matlust
όρεξη, ορεκτικό
("και μεταφορικά "όρεξη (για κάτι)"")
Exempel
- äta med frisk (el. god) aptit — τρώγω με μεγάλη όρεξη
- ha aptit på livet — έχω όρεξη για τη ζωή
Uttryck
- aptiten växer medan man äter ("man blir hungrigare, ju mer man äter") — η όρεξη έρχεται με το φαγητό
Sammansättningar
- aptit|retande — ορεκτικός
- aptit|retare — μεζές, ορεκτικό
- jätte|aptit — τρομερή όρεξη
Avledningar
- aptitlig aptitligt — ορεκτικός, νόστιμος